προστιμάρω

προστιμάρω
και προστιμέρνω και προστιμεύω Ν
τιμωρώ κάποιον επιβάλλοντάς του πρόστιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόστιμο + κατάλ. -άρω / -εύω (πρβλ. κριτικ-άρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προστιμάρω — τιμωρώ με πρόστιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προστιμάρισμα — το, Ν [προστιμάρω] η επιβολή προστίμου …   Dictionary of Greek

  • προστιμέρνω — Ν βλ. προστιμάρω …   Dictionary of Greek

  • προστιμεύω — Ν βλ. προστιμάρω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”